Ήξερες ότι στη μυθολογία…

Καλώς ήρθατε στο blog μας για την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία.

Σε αυτή τη σελίδα, θα σας παρουσιάζουμε διάφορους μύθους και ιστορίες από την πλούσια μυθολογία μας, με σκοπό να μάθουμε περισσότερα για αυτήν, να δούμε τους συμβολισμούς της ή απλά για να φρεσκάρουμε τις γνώσεις μας.

Είστε έτοιμοι; Ας ξεκινήσουμε!

Ήξερες ότι στη μυθολογία υπάρχει…

ΕΡΩΣ – Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ο Έρως με το τόξο του, ένα ρωμαϊκό αντίγραφο από το Μουσείο Καπιτωλίου ενός ελληνικού πρωτοτύπου του Λύσιππου. 2ος αιώνας μ.Χ

Στην ελληνική μυθολογία ο Έρως ήταν ο φτερωτός θεός της αγάπης. Συχνά σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν χτυπούσε με τα βέλη του δύο ανθρώπους, αυτοί ερωτεύονταν παράφορα. Ο Έρως χαρακτηρίζεται ανίκητος στην τραγωδία Αντιγόνη. Απεικονίζεται, συνήθως, με σακί και βέλη στο ώμο.

Σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία, ο Έρωτας προήλθε από το «κοσμικό αυγό» που άφησε η Νύχτα στους κόλπους του Ερέβους. Υπέρ μιας κοσμογονικής καταγωγής του τίθεται και ο Ησίοδος στη Θεογονία, καθώς αναφέρει πως ο Έρωτας προήλθε από το Χάος μαζί με τη Γαία, στοιχεία επίσης χωρίς γεννήτορες.

Στη μεθομηρική μυθολογία παρουσιάζονται και άλλοι γεννήτορες του Έρωτα, ενώ συχνά σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη. Σύμφωνα με τη Σαπφώ είναι γιος της Αφροδίτης και του Ουρανού, ενώ σύμφωνα με τον Σιμωνίδη τον Κείο είναι γιος της Αφροδίτης και του Άρη. Αναφέρεται και ως υπηρέτης και συνοδός της Αφροδίτης. Ο Αλκαίος ο Μυτιληναίος αναφέρει ότι ο Έρωτας ήταν γιος της Ίριδας και του Ζέφυρου.

Από τους τραγικούς, ιδιαίτερη σημασία στον θεό Έρωτα αποδίδει ο Ευριπίδης. Ο Ευριπίδης διαχωρίζει τη δύναμη του Έρωτα σε δύο μορφές: Σε αυτή που μπορεί να οδηγήσει στην Αρετή και σε εκείνη που οδηγεί στην Αθλιότητα.

Με παρόμοιο τρόπο, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα εντοπίζουμε τον «καλό» Έρωτα (γιο της Αφροδίτης Ουρανίας) και τον «κακό» Έρωτα (γιο της Αφροδίτης Πανδήμου).

Επίσης εκεί, σύμφωνα με τον λόγο της Διοτίμας, ο Έρως είναι γιος του Πόρου και της Πενίας. Την ημέρα της γέννησης της Αφροδίτης, οι θεοί παρέθεσαν γεύμα στο οποίο βρισκόταν και ο Πόρος ο γιος της Μήτιδος. Όταν τελείωσαν με το φαγητό, η Πενία ήρθε για να επαιτήσει και καθώς είδε τον Πόρο να κοιμάται στους κήπους του Δία (μεθυσμένο από το πολύ νέκταρ), πλάγιασε δίπλα του και απέκτησε τον Έρωτα. Έτσι, ο Έρως έγινε ακόλουθος της Αφροδίτης, επειδή δηλαδή γεννήθηκε την ημέρα των γενεθλίων της και συγχρόνως επειδή από τη φύση του είναι ερωτευμένος με το κάλλος και η Αφροδίτη είναι καλλίστη.

Υποστάσεις του Έρωτα

Στην αρχαιοελληνική μυθολογία υπάρχουν δύο βασικές υποστάσεις του Έρωτα: η παλιότερη θεότητα είναι αυτή που ενσαρκώνει όχι μόνο τη δύναμη της ερωτικής αγάπης αλλά και τη δημιουργική δύναμη της αεικίνητης φύσης, αποτελούσε το πρωτότοκο Φως που ευθύνεται για την ύπαρξη και την τάξη όλων των πραγμάτων στον Σύμπαν.

Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, αυτή η μορφή του Έρωτα γεννήθηκε πριν από τους θεούς του Ολύμπου, όταν το Χάος γέννησε τη Γαία και τον Τάρταρο. Σύμφωνα με τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, «άνθισε» από ένα αβγό, καρπό της ένωσης της Νύχτας και του Σκότους.

Στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο Έρως λατρευόταν ως Πρωτόγονος, αυτός δηλαδή που γεννήθηκε πρώτος.

Από την άλλη πλευρά, αργότερα στα χρόνια της αρχαιότητας, ο Έρωτας προέκυψε ως γιος της Αφροδίτης (με πατέρα είτε τον Άρη, είτε τον Ήφαιστο).

Έρως και Ψυχή, Αντόνιο Κανόβα, Μουσείο του Λούβρου

Έρωτας και Ψυχή – Μια από τις ωραιότερες ιστορίες αγάπης

Η Ψυχή ήταν μία πεντάμορφη βασιλοπούλα, τόσο όμορφη που κανείς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να τη ζητήσει σε γάμο. Οι θνητοί την τιμούσαν σαν να ήταν η ίδια η Αφροδίτη, και η θεά ζήλεψε. Για να την ταπεινώσει, ζήτησε από τον γιό της, τον Έρωτα, να την κάνει να ερωτευτεί τον πιο άσχημο άντρα του κόσμου. Ο Έρωτας όμως, μόλις είδε την Ψυχή, την πόθησε και έδωσε χρησμό στον πάτερα της να την ετοιμάσει για γάμο και να την οδηγήσει στην κορυφή ενός ψηλού βουνού. Θα ερχόταν να την κατασπαράξει ένα τρομερό τέρας, έλεγε ο χρησμός. Ο βασιλιάς περίλυπος αλλά υποχρεωμένος να υπακούσει στην εντολή του χρησμού, ετοίμασε την κόρη του και την άφησε στην κορυφή του βουνού. Αντί για τέρας όμως, την πήρε από εκεί ο Ζέφυρος και την μετέφερε στον κήπο ενός λαμπρού παλατιού, όπου αόρατοι υπηρέτες εκτελούσαν κάθε της επιθυμία. Το βράδυ η Ψυχή αισθάνθηκε την παρουσία ενός αόρατου εραστή. Ένιωσε για πρώτη φορά τον Έρωτα να κυριεύει το κορμί της, κι ας μην μπορούσε να τον δει…

Έζησε έτσι ευτυχισμένη για αρκετό καιρό, ώσπου νοστάλγησε την οικογένειά της και ζήτησε να την δει. Ο Έρωτας, αόρατος πάντα, της έδωσε την άδεια με δύο όρους: να μην αποκαλύψει το μυστικό της ζωής της στο παλάτι του και να μην επιχειρήσει ποτέ να τον δει.

Οι αδελφές της, μόλις την είδαν τόσο ευτυχισμένη, ζήλεψαν και την πίεσαν φορτικά να αποκαλύψει το μυστικό της. Κάποια στιγμή εκείνη ενέδωσε και τους είπε την ιστορία. Τότε εκείνες την έπεισαν ότι ο αόρατος εραστής είναι κάποιο τέρας που τη θρέφει για να την φάει την κατάλληλη στιγμή. «Πρέπει να παραφυλάξεις και να τον σκοτώσεις, πριν σκοτώσει εκείνος εσένα», της είπαν με επιμονή…

Επιστρέφοντας στο παλάτι, η Ψυχή βρισκόταν σε τρομερό δίλλημα: να καταπατήσει την υπόσχεσή της στον αόρατο εραστή ή να παρακούσει τις αδελφικές νουθεσίες; Αποφάσισε να κάνει το πρώτο. Κρύφτηκε στο δωμάτιο του Έρωτα για να δει ποιο είναι αυτό το τέρας που δεν αποκαλύπτει τον εαυτό του και ενδεχομένως κάποια στιγμή θα την κατασπαράξει. Όταν όμως βγήκε από την κρυψώνα της, αντί για κάποιο δύσμορφο θηρίο, είδε έναν πανέμορφο έφηβο να κοιμάται. Ταράχτηκε τόσο από την ομορφιά του, που μία σταγόνα από το λυχνάρι που κρατούσε, έπεσε πάνω στο σώμα του Έρωτα και τον ξύπνησε.

Ο Έρωτας, οργισμένος που η Ψυχή είχε παρακούσει την επιθυμία του, έφυγε από το παλάτι… Εκείνη έμεινε να κλαίει για την απιστία της και το χαμό του ιδανικού εραστή… Ο Παν άκουσε το κλάμα της και τη συμβούλεψε να βγει σε βουνά και κάμπους και να τον αναζητήσει. Εκείνη πήγε πρώτα στο πατρικό της και ανάγκασε τις αδελφές της να γκρεμιστούν από το ψηλό βουνό για το κακό που της είχαν κάνει, και στη συνέχεια άρχισε να περιπλανιέται, αναζητώντας τον Έρωτα, που την ίδια ώρα υπέφερε στο σπίτι της μητέρας του.

Η Αφροδίτη ζήλεψε ξανά την αγάπη των δύο νέων και άρχισε να καταδιώκει την Ψυχή, ώσπου εκείνη να παραδοθεί. Τότε η θεά της υπέβαλε δοκιμασίες, όπως να ξεχωρίσει ανακατεμένους σπόρους όλων των ειδών, να μαζέψει το χρυσό μαλλί άγριων προβάτων και να της φέρει νερό από τη λίμνη της Στύγας, Η Ψυχή τα κατάφερε με τη βοήθεια ζώων και στοιχείων της φύσης μέχρι που η Αφροδίτη της ζήτησε να κατέβει στον Άδη και να ζητήσει από την Περσεφόνη ένα παρασκεύασμα ομορφιάς. Μόλις η Ψυχή άγγιξε το παρασκεύασμα, έπεσε σε μαγικό ύπνο…

Ο Έρωτας όμως, που δεν μπορούσε να τη βλέπει άλλο να υποφέρει από τις δοκιμασίες της μητέρας του, και έχοντας πάρει πια τις αποδείξεις της αγάπης της, την ξύπνησε με ένα βέλος και ζήτησε από τον Δία να του δώσει την άδεια να την παντρευτεί. Σύντομα η Ψυχή γέννησε ένα κοριτσάκι… Ήταν η Ηδονή.

O μύθος του Έρωτα και της Ψυχής βρήκε την ιδανική αποτύπωσή του στο κλασικιστικό αριστούργημα του Antonio Canova. Το έργο του γλύπτη βασίζεται στις αρχές αναπαράστασης του ανθρώπινου σώματος του Πραξιτέλη και από τον 18ο αιώνα, όταν σμιλεύθηκε, γνώρισε χιλιάδες αντιγραφές. Σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο του Λούβρου.

Πηγή: http://www.postmodern.gr – Γράφει ο Δημήτρης Καλαντζής

ο τυφων

Ο Δίας εξακοντίζει κεραυνό κατά του Τυφώνα. Μελανόμορφη υδρία, περ. 550 π.Χ

Στην Ελληνική μυθολογία ο Τυφῶν ή Τυφάων ή Τυφωεύς ήταν γιγαντιαίο τερατώδες ον που γέννησε η Γαία (μαζί με τον Ουρανό) μετά την εξόντωση των Γιγάντων. Κατ’ άλλους μύθους ο Τυφών ήταν γιος της Ήρας που γεννήθηκε σε κάποια στιγμή διχόνοιας του ουράνιου ζεύγους (Ζευς και Ήρα), εκφράζοντας έτσι τη διαταραχή της ατμόσφαιρας.

Όταν οι θεοί του Ολύμπου νίκησαν τους Γίγαντες, η Γαία γεμάτη οργή, πόνο και αγανάκτηση πήγε και βρήκε τον Τάρταρο και μαζί του απέκτησε τον Τυφώνα. Το μέγεθος και η δύναμή του ήταν πολύ μεγαλύτερη από τα άλλα παιδιά της Γαίας. Ήταν μεγαλύτερος από όλα τα βουνά και το κεφάλι του έφτανε τα αστέρια. Τα ανοικτά του χέρια έφταναν από την Ανατολή ως τη Δύση. Στους ώμους του είχε εκατό κεφάλια δρακόντων. Το σώμα του μέχρι τη μέση έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά απ’ τη μέση και κάτω είχε σώματα κουλουριασμένων φιδιών. Από τα μάτια του έβγαινε φωτιά και από τα κεφάλια του παντοειδείς κραυγές και συριγμοί. Επίσης το σώμα του το κάλυπταν φτερά.

Το αγγείο με την μάχη μεταξύ του Τυφώνα με τον Δία

Μάχη του Τυφώνα με τον Δία

Όταν ο Τυφώνας μεγάλωσε, ανέβηκε στον Όλυμπο για να εκδικηθεί τους θεούς για τον αποδεκατισμό των Γιγάντων. Εκεί εκσφενδόνιζε βράχους και μαινόταν με αφάνταστη οργή και με εκκωφαντικές βοές που έβγαζε από τα εκατό λαρύγγια του. Οι θεοί για να γλυτώσουν κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου κρύφτηκαν μεταμορφωμένοι σε ζώα. Μόνον η θεά Αθηνά βρήκε το θάρρος να αντισταθεί και γι’ αυτό κατηγόρησε τον Δία (που είχε μεταμορφωθεί σε κριό) ότι δείλιασε μπροστά στον κίνδυνο. Ο Δίας βρήκε και πάλι το θάρρος του και αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Τυφώνα. Του επιτέθηκε και τον χτυπούσε με κεραυνούς τρέποντάς τον σε φυγή και καταδιώκοντάς τον μέχρι το Κάσιον όρος (στη σημερινή Συρία). Εκεί έγινε μεγάλη μάχη, κατά την οποία αρχικά υπερίσχυσε ο Τυφώνας σε πάλη εκ του συστάδην. Ο Τυφώνας με τα εκατό του σώματα περικύκλωσε τον Δία και τον ακινητοποίησε. Αφαίρεσε από τον δεμένο Δία τους κεραυνούς και τη μακρυά οδοντωτή άρπη του (δρεπάνι με το οποίο είχε ακρωτηριάσει ο Τιτάνας Κρόνος τον Ουρανό), και με αυτήν έκοψε όλους τους τένοντες των χεριών και των ποδιών του Δία. Μετά τη νίκη του, ο Τυφώνας παρέδωσε τα πάντα στον αδελφό του τον Πύθωνα να φυλάει τον αιχμάλωτο και ανήμπορο πλέον Δία μέσα στη σπηλιά του, στο Κωρύκειο Άντρο. Εκεί εισέβαλαν κρυφά ο θεός Ερμής και ο θεός Πάνας, έκλεψαν τους κομμένους τένοντες και απελευθέρωσαν τον Δία. Ο Δίας, αφού εφοδιάστηκε από τον Όλυμπο με καινούριους κεραυνούς, ξανά ανέκτησε τη δύναμή του. Πήγε στο μυθολογικό όρος Νύσσα, όπου, εφαρμόζοντας τη συμβουλή των τριών Μοιρών, τράφηκε με κοινά φρούτα που έτρωγαν οι άνθρωποι και μετά πήγε στο όρος Αίμος της Θράκης για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του. Εκεί έγινε νέα μάχη, όπου ο Τυφώνας πάλι πετροβόλησε τον Δία με τεράστιους όγκους βουνών, αλλά αυτός, κυνηγώντας τον, τον κατακεραύνωσε. Τέλος, ο Τυφών κατέφυγε στη Σικελία, όπου ο Δίας τον κεραυνοβόλησε πολλές φορές και του πέταξε το όρος Αίτνα, τον καταπλάκωσε και τον έκλεισε στα έγκατα της γης. Από εκεί ο Τυφώνας από την οργή του συνεχίζει κατά καιρούς να εκβάλλει κραυγές και πύρινες γλώσσες. Το βουνό Αίμος πήρε το όνομά του επειδή αιμορράγησε πάνω του ο Τυφώνας καθώς τον χτυπούσε με κεραυνούς ο Δίας.

Κατά τον Όμηρο ο Τυφών βρίσκεται αλυσοδεμένος στη χώρα των Αρίμων δηλαδή στις Κιλικία και Φρυγία, ενώ κατά τον Πίνδαρο βρίσκεται θαμμένος στα έγκατα της Αίτνας στη Σικελία.

ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

Οι Μοίρες – John Melhuish Strudwick

Οι Μοίρες, κατά την ελληνική μυθολογία, είναι οι θεότητες που ορίζουν και ενίοτε προλέγουν τη γέννηση, την πορεία και τη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων. Ο βασικός μύθος, όπως παρουσιάζεται στη Θεογονία τού Ησιόδου, αναφέρει ότι οι μυθικές αυτές θεότητες ήταν τρεις: η Κλωθώ, η οποία παρουσιαζόταν ως υφάντρια και εθεωρείτο ότι έκλωθε τις τύχες τού βίου, η Λάχεσις (από το ρήμα λαγχάνω), η οποία παρουσιαζόταν να τραβάει το νήμα και εθεωρείτο ότι όριζε τα συμβάντα τού βίου, και η Άτροπος (από το επίθετο ἄτροπος «άκαμπτος – αναπότρεπτος, αμετάβλητος»), η οποία παρουσιαζόταν να κόβει το νήμα τής ζωής και εθεωρείτο ότι όριζε τον θάνατο. Αντίστοιχες με τις ελληνικές ήταν οι ρωμαϊκές μυθικές θεότητες που αποκαλούνταν Fata ή Parcae.

Οι Μοίρες είναι οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Παίρνουν τη δύναμή τους από τον Δία, ο οποίος για το λόγο αυτό καλείται και «Μοιραγέτης». Στη Μοίρα υπακούουν μέχρι και οι θεοί, οι οποίοι έχουν όμως τη δύναμη να την αλλάζουν. Πρακτικώς όμως, μια τέτοια αλλαγή θα διατάρασσε την αρμονία του σύμπαντος. Στον Προμηθέα Δεσμώτη ο Αισχύλος παρουσιάζει τον Δία και τους άλλους θεούς υποταγμένους στις Μοίρες.

Στον Ησίοδο (στ. 217), όπως και στον Αισχύλο (Ευμενίδες), οι Μοίρες είναι κόρες της Νύχτας. Ο ίδιος Ησίοδος όμως τις παρουσιάζει σαν κόρες του Δία και της Θέμιδας σε άλλο σημείο (στ. 904). Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται ως μία και μόνη: η «Αίσα ή Μοίρα», η οποία είναι σύνθρονη του Δία και δίνει σε κάθε θνητό το μερίδιό του από τις χαρές και τις λύπες, ορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του. Η Μοίρα, η Αίσα, η Ειμαρμένη ή η Ανάγκη, συμβαίνει κάποτε να θεωρούνται και αυτές ανώτερες των θεών. Ο Πίνδαρος προσθέτει στις τρεις Μοίρες την Τύχη, για την οποία θεωρεί μάλιστα ότι έχει μεγαλύτερο κύρος.

Ο ταλωσ

Εικόνα από ταινία

Ο Τάλως ήταν μυθικός φύλακας της Κρήτης. Ήταν γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό. Θεωρείται το πρώτο ρομπότ, που κατασκευάστηκε ποτέ ή δημιουργήθηκε από τη φαντασία.

Σχετικά με την προέλευσή του, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Η πιο γνωστή, από τον Απολλόδωρο, λέει πως τον κατασκεύασε ο θεός Ήφαιστος και τον χάρισε στον βασιλιά Μίνωα, για να φυλάει την Κρήτη. Ο Πλάτων τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ραδάμανθυ. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι ήταν δώρο του Δία στην Ευρώπη, η οποία μετά τον χάρισε στο γιο της Μίνωα. Μεταγενέστερα ο Ι. Κακριδής, βασιζόμενος στο ότι ο Ησύχιος γράφει πως ταλῶς σήμαινε ήλιος (ενώ Ταλαιός είναι το όνομα του Δία) στην Κρήτη και με βάση και άλλα στοιχεία, εκφράζει την άποψη ότι ήταν ηλιακή θεότητα που αργότερα μεταπλάστηκε σε ήρωα.

Δίδραχμο της Φαιστού, 280 π.Χ. Ο φτερωτός Τάλως οπλισμένος με πέτρα.

Ο Τάλως κατά τον Πλάτωνα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή των νόμων στην Κρήτη, κουβαλώντας τους μαζί του γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ότι ήταν άγρυπνος φύλακας της Κρήτης, που γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές τη μέρα. Κατά άλλους ήταν φτερωτός και το καθήκον αυτό το εκτελούσε πετώντας. Κρατούσε σε απόσταση τα άγνωστα πλοία, που πλησίαζαν την Κρήτη πετώντας τους τεράστιες πέτρες. Αν οι άγνωστοι είχαν ήδη αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή πυράκτωνε το χάλκινο σώμα του σε κάποια φωτιά, τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του κι έτσι τους έκαιγε.

Ο Τάλως διέμενε στην κορυφή του Κουλούκωνα, την υψηλότερη κορυφή των Ταλαίων Ορέων σε υψόμετρο 1076μ κοντά στο Γεροντόσπηλιο Μελιδονίου όπου, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, κατασκευάστηκε.

Το τέλος του Τάλω ήρθε όταν συναντήθηκε με τους Αργοναύτες, που γύριζαν από την Κολχίδα. Θέλοντας να δέσουν οι Αργοναύτες στο νησί αντιμετώπισαν τον γίγαντα, που τους κρατούσε σε απόσταση ρίχνοντας βράχους πάνω στην «Αργώ». Τότε η Μήδεια, που ταξίδευε μαζί τους, μάγεψε με τα λόγια της τον Τάλω, υποσχόμενή του αθανασία, κι έτσι μπόρεσε η Μήδεια να του αφαιρέσει το καρφί στη φτέρνα του, που έκλεινε τη μια και μοναδική φλέβα, που διέτρεχε όλο το κορμί του και περιείχε ιχώρ, ένα θεϊκό υγρό αντί για αίμα, θανατώνοντάς τον. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή η Μήδεια εξόντωσε τον Τάλω βάζοντάς του μανία. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι τον σκότωσε ο πατέρας του Φιλοκτήτη, Ποίας, χτυπώντας τον με βέλος στο ίδιο μοναδικό αδύνατο σημείο του.

Η ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ

Πόλεμος μεταξύ των Θεών του Ολύμπου και των Τιτάνων. Αναπαράσταση απο το αρχαιολογικό μουσείο των Δελφών

Στην ελληνική μυθολογία, η τιτανομαχία ήταν ο πόλεμος μεταξύ των Τιτάνων (οι οποίοι μάχονταν από το βουνό Όθρυς) και των Ολύμπιων θεών. Είναι γνωστή και ως η Μάχη των Τιτάνων ή o Πόλεμος των Τιτάνων.

Ο πόλεμος είχε προλεχθεί στον Κρόνο από τη Γαία και τον Ουρανό, επειδή ο Κρόνος είχε αρνηθεί να αποκαταστήσει δικαιοσύνη μετά την εκθρόνιση του πατέρα του.

Οι Τιτάνες που πολέμησαν καθοδηγούνταν από τον Κρόνο και στις τάξεις τους βρίσκονταν οι: Κόιος, Κριός, Υπερίων, Ιαπετός, Άτλας. Οι Ολύμπιοι οδηγούνταν από τον Δία και στο πλευρό του πολέμησαν και οι: Εστία, Δήμητρα, Ήλιος, Ήρα, Άδης/Πλούτων, Ποσειδώνας, οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες.

Νικώντας μετά από δεκάχρονο πόλεμο, οι Ολύμπιοι μοίρασαν μεταξύ τους τα λάφυρα, δίνοντας στον Δία την εξουσία στον αέρα και τον ουρανό, στη θάλασσα και όλα τα υδάτινα σώματα στον Ποσειδώνα, και στον Κάτω Κόσμο στον Άδη.

Η γη αφέθηκε ως κυριαρχία κοινή όλων των θεών. Έπειτα έκλεισαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Ωκεανός και οι Τιτανίδες (Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη και Τηθύς) παρέμειναν ουδέτεροι, και γι’ αυτό δεν τιμωρήθηκαν από τον Δία. Οι Εκατόγχειρες παρέμειναν φύλακές τους, μέχρι τη στιγμή που ο Δίας τους απελευθέρωσε όλους, εκτός από τον Άτλαντα.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΜΠΟΥΣΑΣ

Αγγείο – Η Έμπουσα

Η Έμπουσα ήταν κόρη της φοβερής Εκάτης, της σεληνιακής φύσης που κυριαρχούσε στη μοίρα των ψυχών. 

Το όνομα «Έμπουσα» σημαίνει αυτή που μπαίνει, γιατί είχε την ιδιότητα να διαπερνάει τοίχους, αλλά και τις ανθρώπινες νοητικές άμυνες. 

Τις νύχτες η Έμπουσα εγκατέλειπε τον Κάτω Κόσμο κι ανέβαινε στον κόσμο των ζωντανών. Μπορούσε να πάρει κάθε είδους μορφή. 

Αυστηρή και παράξενη, η Εκάτη ήταν χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, στην οποία αποδίδονταν μαγικές δυνάμεις – λεγόταν μάλιστα θεά της μαγικής τέχνης του Κάτω Κόσμου. 

Μέσα στα «μαγικά» της, φρόντισε να κάνει κι αυτό: Να δημιουργήσει την Έμπουσα, ένα πλάσμα-φάντασμα που έστελνε η θεά ως προάγγελο δυστυχιών, και που τρόμαζε τους ταξιδιώτες. 

Η Έμπουσα παρουσιαζόταν ως αγελάδα, πτηνό, όμορφη γυναίκα, σκύλος, δέντρο, πέτρα κλπ, ενώ στην κανονική της μορφή – όσο κανονική μπορεί κανείς να την πει – είχε πρόσωπο πύρινη, που έλαμπε, ένα χάλκινο πόδι και ένα πόδι γαϊδάρου. 

Ο μύθος μάλιστα την ήθελε να τρέφεται με ανθρώπινες σάρκες – τα σαρκοφόρα έντομα «εμπουσίδες» μάλιστα οφείλουν σ’ αυτήν το όνομά τους. 

Σύμφωνα με τη μυθολογία, την Εμπούσα μπορούσε κανείς να την αντιμετωπίσει μόνο με συγκεκριμένες, άγριες βρισιές, στο άκουσμα των οποίων έφευγε τσιρίζοντας. 

Οι πιο σκοτεινές πτυχές της μυθολογίας, την θέλουν να μεταμορφώνεται σε όμορφη κοπέλα, να ξελογιάζει άνδρες, να ξαπλώνει μαζί τους και κατά την διάρκεια του μεσημεριανού τους ύπνου να τους ρουφά την «ζωή» από μέσα τους. 

Αυτές τις ιδιότητες – ή έστω, χωρίς τις πιο μακάβριες πλευρές του – χρησιμοποιούσαν οι μητέρες της αρχαιότητας για να πείσουν τα άτακτα παιδιά να φάνε το φαγητό τους και να μείνουν φρόνιμα. 

Εμπούσα, επίσης, αποκαλούσαν κοροϊδευτικά οι Αθηναίοι την μητέρα του γνωστού ρήτορα Αισχίνη, η οποία ήταν ιέρεια των Μυστηρίων, και τα βράδια εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά στους μυούμενους και τους τρόμαζε.

ΤΟ ΜΗΛΟ ΤΗΣ ΕΡΙΔΟΣ

Αγγείο – Το μήλον της Έριδος

Η Έριδα (αρχ. Ἔρις) ήταν θεότητα της αρχαιότητας. Ήταν κόρη της Νυκτός και θεά της ζήλιας, της διχόνοιας, του τσακωμού και του καυγά. Κατά άλλους ήταν αδελφή τού Άρη. Παριστάνεται συνήθως να κουτσαίνει ή να καμπουριάζει, εκτός όταν σπέρνει τα ζιζάνια, οπότε ομορφαίνει και παίρνει καλό παρουσιαστικό, όπως μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα.

Ο Ησίοδος γράφει στα «Έργα και Ημέραι», ότι όταν είναι καλή, μας παροτρύνει να είμαστε εργατικοί.

Όταν οι θεοί δεν την κάλεσαν στον γάμο του Πηλέα και της Θέτιδος, αυτή από θυμό άφησε με τρόπο ένα χρυσό μήλο, το κατόπιν γνωστό και ως «μήλο της Έριδος», να κατρακυλήσει ώστε να το δουν οι καλεσμένοι θεοί και να το ζηλέψουν. Το μήλο αυτό έφερε την επιγραφή «τῇ καλλίστῃ«, δηλαδή (αφιερωμένο …) στην ομορφότερη ( … θεά). Ήταν φυσικό λοιπόν οι τρεις παρευρισκόμενες θεές, η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη να διεκδικήσουν το μήλο, η κάθε μία για τον εαυτό της. Είδε ο Δίας τον τσακωμό και είπε στον Ερμή να τις πάει γρήγορα στον Πάρη για να διαλέξει αυτός, τρόπον καλλιστειών, ποια θα πάρει το μήλο. Έτσι και έγινε. Για να τον καλοπιάσει, η Αθηνά του έταξε πνευματική σοφία, και η Ήρα δύναμη σωματική. Η Αφροδίτη όμως του έταξε την ωραία Ελένη, την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου. Ο Πάρης, μην ξέροντας ότι η ωραία Ελένη ήταν γυναίκα του Μενελάου, έδωσε το μήλο στην Αφροδίτη. Με την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη άρχισε λοιπόν κατά τον μύθο ο Τρωικός πόλεμος και η Έρις πέτυχε αυτό που ήθελε.

ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ

Γλυπτό «Οι 12 άθλοι του Ηρακλή»

Ως Άθλοι του Ηρακλέους έχουν καταγραφεί στην ελληνική μυθολογία δώδεκα κατορθώματα που έκανε ο μυθικός ήρωας Ηρακλής προκειμένου να εξαγνισθεί για το φόνο της γυναίκας του και των παιδιών του, που είχε διαπράξει όταν τον τρέλανε η Ήρα. Για το σκοπό αυτό, ο Ηρακλής πήγε στο Μαντείο των Δελφών και πήρε χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας, και να πραγματοποιήσει τους άθλους που του πρόσταζε εκείνος.

Οι άθλοι που τελικά πραγματοποίησε ήταν

  1. Το πρώτο του κατόρθωμα ήταν η εξόντωση του φοβερού λέοντα της Νεμέας, που είχε ερημώσει όλη την πολιτεία.
  2. Το δεύτερο κατόρθωμά του ήταν η εξόντωση της Λερναίας Ύδρας, ενός φιδιού με εννέα κεφάλια που ζούσε στη λίμνη Λέρνη και σκορπούσε τη συμφορά στους κατοίκους της περιοχής. Στη θέση κάθε κεφαλιού που έκοβε ο Ηρακλής ξεπετιόνταν άλλα δύο, και έτσι αναγκάστηκε όταν έκοβε ένα κεφάλι να καίει με φωτιά το κόψιμο. Ύστερα, αφού σκότωσε το θηρίο, βούτηξε στο αίμα του τα βέλη του και τα κατέστησε θανατηφόρα.
  3. Τρίτο κατόρθωμα ήταν εκείνο, όπου έπιασε το γοργό ελάφι της Κερύνειας με τα χάλκινα πόδια και τα χρυσά κέρατα και το πήγε στον Ευρυσθέα ζωντανό.
  4. Τέταρτο σκότωσε τον Ερυμάνθιο Κάπρο, που ερήμωνε κι έφερνε τον πανικό στην περιοχή της Αρκαδίας.
  5. Πέμπτο, καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία, του πλούσιου βασιλιά με τα 3.000 βόδια, από την κοπριά που είχε μαζευτεί εκεί από τριάντα χρόνια, που είχαν να καθαριστούν οι στάβλοι. Ο Ηρακλής τους καθάρισε στρέφοντας τα νερά του Πηνειού και του Αλφειού προς τους στάβλους, κι αυτά παρέσυραν την κοπριά.
  6. Έκτο, σκότωσε με τις σαΐτες του τις Στυμφαλίδες Όρνιθες, που ήταν ανθρωποφάγα αρπακτικά πουλιά με χάλκινα ράμφη, νύχια και φτερά, και πετούσαν σαν σαΐτες.
  7. Έβδομο, έπιασε τον άγριο ταύρο της Κρήτης που έκανε καταστροφές σε όλη την Κρήτη, και τον πήγε ζωντανό στον Ευρυσθέα, που φοβήθηκε και τον άφησε ελεύθερο.
  8. Όγδοος άθλος του Ηρακλέους ήταν η αρπαγή των άγριων αλόγων του Διομήδη. Αυτός ήταν βασιλιάς των Βιστόνων στη Θράκη, γιος του Άρη, που έτρεφε τα άγρια άλογά του με ανθρώπινο κρέας. Το Διομήδη τον σκότωσε ο Ηρακλής και, παίρνοντας τα άλογά του, τα πήγε στον Ευρυσθέα αφού τα ημέρωσε. Ο βασιλιάς των Μυκηνών τα άφησε ελεύθερα στον Όλυμπο, όπου κατασπαράχτηκαν από άγρια θηρία.
  9. Μετά από το κατόρθωμα αυτό του Ηρακλέους, η κόρη του Ευρυσθέα, η Αδμήτη, ζήτησε να της φέρει τη ζώνη της Ιππολύτης, της βασίλισσας των Αμαζόνων, κι ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να εκτελέσει την επιθυμία της κόρης του. Ο Ηρακλής, μετά από πολλές περιπέτειες, βρήκε τον πολεμικό λαό των Αμαζόνων και προσπάθησε να πάρει τη ζώνη της βασίλισσάς τους. Αυτές όμως με τόση ορμή τον αντιμετώπισαν και τόσο άγρια αρνήθηκαν να του δώσουν αυτό που ήθελε, ώστε ο Ηρακλής αναγκάστηκε να σκοτώσει την Ιππολύτη και να πάρει τη ζώνη.
  10. Ύστερα, ο Ευρυσθέας τον πρόσταξε να του φέρει τα βόδια του Γηρυόνη, που τα φύλαγε ο Όρθρος, ένα φοβερό σκυλί. Ο Γηρυόνης ήταν ένας γίγαντας με τρία κορμιά και τρία κεφάλια που ζούσε σ’ ένα νησί στη δυτική άκρη του Ωκεανού. Μετά από πολλές δυσκολίες κι αφού πάλεψε με τα κύματα για να φτάσει στο νησί, σκότωσε τον Γηρυόνη και τον σκύλο του Όρθρο. Αυτό ήταν το δέκατο κατόρθωμά του.
  11. Ο ενδέκατος άθλος του ήταν η αρπαγή των μήλων των Εσπερίδων. Οι Εσπερίδες ήταν νύμφες που έμεναν στον κήπο των θεών που τις είχαν διατάξει να φυλάνε τα χρυσά μήλα που βρίσκονταν εκεί και που τα είχε χαρίσει η Γη στους γάμους του Δία και της Ήρας. Μαζί με αυτές τις κόρες της Νύχτας φύλακας του κήπου ήταν και ο φοβερός δράκος Λάδων, καθώς και ο Άτλας που σήκωνε τον ουρανό. Ο κήπος των θεών βρισκόταν στα πιο δυτικά σύνορα της γης, εκεί όπου ο ουρανός και η γη ενώνονται σε κάποιο νησί πέρα από τον ωκεανό ή κοντά στη Λιβύη, σ’ ένα βουνό της Αφρικής. Ο Ηρακλής πήρε τα μήλα με τη βοήθεια του Άτλαντα, αφού σήκωσε αυτός για λίγο το φορτίο του ουρανού στους ώμους του, μέχρι να κλέψει τα μήλα από τον κήπο των Εσπερίδων ο Άτλας.
  12. Τέλος, το δωδέκατο κατόρθωμα του Ηρακλέους ήταν να κατεβεί στον Άδη και να ανεβάσει στη γη και να οδηγήσει στον Ευρυσθέα τον τρικέφαλο σκύλο Κέρβερο, που ήταν γιος του Τυφωέα και της Έχιδνας, είχε αδελφούς τον δικέφαλο Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη, και τη Λερναία Ύδρα και φύλαγε τις πύλες του Κάτω Κόσμου.

Ο Ηρακλής με τα δώδεκα αυτά κατορθώματά του ελευθερώθηκε από την κυριαρχία του Ευρυσθέα και γύρισε ύστερα όλο τον κόσμο βοηθώντας τους αδύνατους.

Ο μύθος της Ηριγόνης της Αθηναίας

Ηριγόνη – Carle Van Loo

Η Ηριγόνη σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν κόρη του Ικαρίου ή Ικαρίωνα. Ήταν μία από τις αρχαιότερες θρυλικές μορφές που συνδέονται με την Αττική. Προς ανάμνησή της είχε θεσπιστεί η αρχαία Αθηναϊκή εορτή της Αιώρας.

Ο μύθος

Ο πατέρας της Ηριγόνης Ικάριος ο Αθηναίος φιλοξένησε τον Διόνυσο όταν ο θεός επισκέφθηκε την Αττική για να διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργεια της αμπέλου και την παρασκευή του οίνου. Ο Διόνυσος ερωτεύθηκε την Ηριγόνη και απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Στάφυλο. Επιπλέον, χάρισε στον Ικάριο και ένα ασκί κρασί με την εντολή να το κεράσει στους γείτονές του. Αλλά όταν οι γείτονες ήπιαν κρασί για πρώτη φορά στη ζωή τους, ζαλίστηκαν και νόμισαν ότι η ζάλη οφειλόταν στο ότι ο Ικάριος τους είχε δηλητηριάσει. Για τον λόγο αυτό τον σκότωσαν. Η σκυλίτσα του Ικάριου, η Μαίρα, ειδοποίησε την Ηριγόνη με τα γαυγίσματά της και την οδήγησε στο άταφο πτώμα του πατέρα της. Τότε η Ηριγόνη από την απελπισία της κρεμάστηκε από ένα δέντρο.

Ο Διόνυσος θύμωσε με τους Αθηναίους για τη δολοφονία του Ικαρίου και τους έστειλε μια συμφορά: Οι κόρες τους καταλήφθηκαν από μανία και κρεμάστηκαν κι αυτές. Οι Αθηναίοι ρώτησαν το μαντείο και πήραν την απάντηση ότι ο θεός έπαιρνε εκδίκηση για τον θάνατο του Ικαρίου και της Ηριγόνης. Τότε οι Αθηναίοι εντόπισαν και τιμώρησαν εκείνους που είχαν δολοφονήσει τον Ικάριο, ενώ καθιέρωσαν και μία εορτή κατά την οποία κρεμούσαν χωρίς να απαγχονίζουν κόρες πάνω σε δέντρα. Αργότερα, αντικατέστησαν τις κόρες με εικόνες. Από τον μύθο αυτό δημιούργησαν και οι Ρωμαίοι δικό τους αντίστοιχο παρόμοιο μύθο, με την Εντωρία στη θέση της Ηριγόνης.

Στον ουρανό

Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο αστερισμός και ζώδιο Παρθένος είναι η Ηριγόνη, κάτι που εμφανίζεται και στην «αποθέωσιν» που έγραψε ο Βιργίλιος για τον πάτρωνά του Οκταβιανό Αύγουστο. Η Ηριγόνη υποτίθεται ότι μεταφέρθηκε στα ουράνια μαζί με τον πατέρα της Ικάριο, που είναι ο Βοώτης. Εξάλλου, ο αστεροειδής 163 Ηριγόνη (163 Erigone) πήρε το όνομά του από την τραγική θυγατέρα του Ικαρίου.

Ο μύθος της Σειρήνας Παρθενόπης

Η Παρθενόπη ήταν μια από τις μυθικές Σειρήνες της ελληνικής μυθολογίας.

Όταν ο Οδυσσέας περνούσε από τις ακτές που διέμεναν οι Σειρήνες, γνωρίζοντας για την ανθρωποφαγία τους, αντιπαρήλθε με το σκάφος του και τους συντρόφους του την περιοχή τους, χωρίς να σταματήσει. Τότε απελπισμένη η Παρθενόπη που δεν ανταποκρίνονταν ο Οδυσσέας στο θέλγητρo της φωνής της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε.

Το πτώμα της εκβράσθηκε σε μια παραλία της Ιταλίας όπου οι τότε, μόλις νεοφερμένοι εκεί κάτοικοι, άποικοι Χαλκιδείς από την Κύμη, το περισυνέλεξαν και το ενεταφίασαν σε μνήμα. Γύρω από το σημείο εκείνο ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα τους πόλη, την αποικία που ονόμασαν Παρθενόπη, η οποία και είναι η σημερινή Νάπολη στην Ιταλία.

Οι ερινυεσ

Η Κλυταιμνήστρα και οι Ερινύες – Λούβρο

Οι Ερινύες στην ελληνική μυθολογία ήταν μυθικές χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων. Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, δίνοντας έτσι το όνομά τους στην τρίτη τραγωδία της τριλογίας Ορέστεια του Αισχύλου. Στη συγκεκριμένη τραγωδία κατατρέχουν τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, για τον φόνο της μητέρας του.

Περιγραφή

Τα κεφάλια των Ερινύων ήταν τυλιγμένα με φίδια, εικόνα που θυμίζει τη μέδουσα Γοργώ, και γενικότερα όλη η εμφάνισή τους ήταν φρικιαστική και απωθητική.

Συνήθως απεικονίζονται με αστραφτερό βλέμμα, μαύρες στην όψη, αποπνέουσες καταστρεπτικό πυρ, αλλά και με φτερά φέρουσες μαύρες εσθήτες. Κατοικία τους είχαν τον κάτω κόσμο του Άδη, απ’ όπου και αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών που έθεταν οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους, ακόμα και πέραν του τάφου τους, γι’ αυτό επί των φονέων αποκαλούνταν ως θεότητες «Επίκουροι της Δίκης».

Στα χέρια τους έφεραν συνήθως αναμμένες δάδες, για να διαλύουν τα σκότη που ευνοούσαν ή κάλυπταν τα διαπραχθέντα εγκλήματα, καθώς και μαστίγιο, το οποίο έφερε φίδια, ως όπλο κατά των δραστών. Στη μέση τους έφεραν ζώνη δίνοντας την όψη Μαινάδων, και γι’ αυτό επίσης ονομάζονταν και «Βάκχες τoυ Άδη».

Δράση

Από τις πιο γνωστές καταδιώξεις των Ερινύων αναφέρεται εκείνη κατά του μητροκτόνου Ορέστη, που ερχόμενος στην Αθήνα δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο ως φονιάς, έχοντας συνήγορό του τον θεό Απόλλωνα, ενώ η θεά Αθηνά προεδρεύει των δικαστών. Στην ισοψηφία που ακολούθησε η Αθηνά έδωσε την ψήφο της υπέρ της αθώωσης του ήρωα. Τότε αναφέρεται πως οι Ερινύες οργίστηκαν και κατά της Αθηνάς και κατά της πόλεως και για να τις εξευμενίσουν οι Αθηναίοι ίδρυσαν «Ιερό Ευμενίδων» πλησίον του Αρείου Πάγου, τις δε δίκες περί φόνου να τις εκδικάζει ο Βασιλεύς.

Οι Ερινύες πλήττουν τον Ορέστη – Ουίλιαμ Αντόλφ Μπουγκερώ

Αλλά στην αρχαία Αθήνα υπήρχε κι άλλο ιερό για τις Ερινύες, που βρισκόταν στο «Ίππιο Κολωνό»· εκεί ερχόμενος, ο τυφλός Οιδίπους βρήκε τον πολυπόθητο θάνατο. Επίσης στον δήμο «Φλύα» υπήρχε μεταξύ των άλλων βωμών και εκείνος προς τιμήν των «Σεμνών θεών».

ηλιουγεννα – τα χριστουγεννα του αρχαιου κοσμου

Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σεμέλη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη.

Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού.
Οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον Φωτοφόρο Απόλλωνα-Ηλίου παριστάνοντας τον πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το φως.

Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το “δώρο” του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους …έγινε κυριολεκτικά “μοίρασμα δώρων”.

Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιοελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.

Πιο αναλυτικά…

Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής των Χριστουγέννων, ανακαλύπτουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο.
Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ανακαλύπτουμε ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του.

Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 – 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή.

Τι εόρταζαν οι Αρχαίοι Έλληνες την περίοδο των Χριστουγέννων;


Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη.

Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται: «Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το ‘Αλφα και το Ωμέγα».

Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ηλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης για την φύση.

Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν:

«DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή «Ημέρα του αήττητου ήλιου». Μια γιορτή που φυσικά την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα – Ηλίου!

Στην αρχαία Ρώμη, η εορτή άρχιζε στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσε επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδιά έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του.

Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG.

Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού «…σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ «ΚΡΟΝΟΥ» και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) «ΗΛΙΟΥ» και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του…»

Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη. Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο ο Ίσις,σε κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου, άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο.

Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».

Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα (ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες. Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα!

Πίσω από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη.

Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνανθρώπους.

Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης.

Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος (κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).

Πηγές: fanpage.gr, dinfo.gr

Ο ΜυΘΟΣ ΤΟΥ ΦΡΙΞΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ

Φρίξος και Έλλη – Helle

Ο Αθάμας έλαβε σύζυγο την Ινώ, θυγατέρα του Κάδμου, από την οποία απέκτησε δύο ακόμη παιδιά, τους Λέαρχο και Μελικέρτη.

Από ζήλια για τα τέκνα της Νεφέλης η Ινώ κατέστρωσε ένα ασυνήθιστο σχέδιο: έπεισε τις γυναίκες της πόλης να ψήσουν τους σπόρους σιταριού που προορίζονταν για σπορά, ώστε να μην φυτρώσουν. Ο Αθάμας έστειλε απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών, για να αποκαλυφθεί η αιτία της σιτοδείας. Η Ινώ τους έπεισε κατά την επιστροφή τους με δωροδοκία να δώσουν διαφορετική απάντηση από του μαντείου στον Αθάμαντα και να πουν πως η σιτοδεία θα σταματήσει εάν ο Φρίξος θυσιαστεί στον βωμό του Δία.

Έτσι ο Αθάμας αναγκάστηκε να διατάξει την τέλεση προετοιμασιών για τη θυσία και ο Φρίξος (μαζί με την αδελφή του, σύμφωνα με παραλλαγές του μύθου) οδηγήθηκε στον βωμό. Η Νεφέλη που από μακριά έμαθε τα συμβάντα, έστειλε το Χρυσόμαλλο Κριό, δώρο του Ερμή, για να μεταφέρει τα παιδιά στην ράχη του, μακριά από την Βοιωτία.

Κατά την πορεία διαφυγής τους, καθώς πετούσαν επάνω από την θάλασσα, η Έλλη δεν μπόρεσε να κρατηθεί στην ράχη του Κριού κι έπεσε στο πέλαγος, που από τότε ονομάσθηκε Ελλήσποντος. Την Έλλη πήρε κοντά του ο Ποσειδώνας. Ο Φρίξος συνέχισε την πορεία του και ο Κριός τον έφερε στην Κολχίδα, όπου ο βασιλιάς Αιήτης τον δέχθηκε πρόθυμα και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του, Χαλκιόπη.

Έπειτα, ο Φρίξος θυσίασε το χρυσόμαλλο κριό στον βωμό του Δία και δώρισε το δέρμα του (δέρας) στον Αιήτη. Εκείνος το αφιέρωσε στον Άρη και το κρέμασε από μια δρυ, στο ιερό δάσος του θεού. Προς φύλαξή του τέθηκε ένας μεγάλος δράκος, ο οποίος δεν κοιμόταν. Το χρυσόμαλλο δέρας ήταν αργότερα ο στόχος της Αργοναυτικής Εκστρατείας.

o Πίθος των Δαναΐδων

Δαναϊδες – Waterhouse 1903

Σύμφωνα με μία παράδοση, οι κόρες του Δαναού, οι Δαναΐδες, καταδικάστηκαν μετά τον θάνατό τους και την κάθοδό τους στον Άδη να μεταφέρουν και να ρίχνουν αιώνια νερό σε ένα πιθάρι με τρύπες («τετρημένον πίθον») για να τιμωρηθούν δήθεν για τη δολοφονία των συζύγων τους την πρώτη νύχτα του γάμου. Αυτό έγινε στη νεότερη εποχή πολύ γνωστή έκφραση, ο «Πίθος των Δαναΐδων» ή το «άντλημα στον πίθο των Δαναΐδων», που αναφέρεται σε μια μάταιη εργασία ή κόπο χωρίς τέλος. Σε αυτό θα πρέπει να καταδικάστηκαν οι 49 από τις 50 Δαναΐδες, καθώς η μία, η Υπερμήστρα, ερωτεύθηκε τον σύζυγό της και δεν τον σκότωσε. Οι αντίστοιχες αρχαίες εκφράσεις είναι «εις τον τετρημένον πίθον αντλείν» και «άπληστος πίθος επί των πολλά εσθιόντων». Η έκφραση υπάρχει και στα γαλλικά ως «tonneau des Danaïdes».

Οι «Δαναΐδων υδρείαι ατελείς» που αναφέρονται από τον Αξίοχο (371 Ε) συνδέονται με τις Ορφικές δοξασίες που μνημονεύει ο Πλάτων, με τις οποίες οι ανόσιοι και αμύητοι (Γοργίας 493 Β) αναγκάζονται να φέρουν στον Άδη «εν κοσκίνω ύδωρ» (νερό μέσα σε κόσκινο) ή να ρίχνουν νερό σε «τετρημένον πίθον».

Το πραγματικό νόημα του αρχικού μύθου

Ο «τετρημένος πίθος» συνδέεται με τη μαγεία της βροχής. Οι «υδροφορούσες» σε αυτόν Δαναΐδες ήταν στον αρχικό πυρήνα του μύθου Νύμφες των νερών. Την αντίληψη αυτή ενισχύει η παράδοση που αναφέρει ότι οι κόρες του Δαναού δίδαξαν στους κατοίκους του Άργους το πώς να ανοίγουν πηγάδια και έτσι κατέστησαν «ένυδρον» το «πολυδίψιον» Άργος.

Ο μύθος για την τιμωρία των Δαναΐδων στον Άδη είναι ύστερος και άγνωστος στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο. Με την πάροδο του χρόνου η μεταφορά νερού σε τρύπιο δοχείο κατέληξε να συμβολίζει τη ματαιοπονία και ερμηνεύθηκε από τους μεταγενέστερους ως τιμωρία των αμύητων, όπως ήταν και οι Δαναΐδες, που δεν θέλησαν να «μυηθούν» στον γάμο και δολοφόνησαν τους συζύγους τους.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΙΟΥΣ

Ιω και Ερμής

Σύμφωνα με τους σωζόμενους μύθους ήταν θυγατέρα του Ίασου, βασιλέα του Άργους και απογόνου του Ίναχου ή κατά άλλη εκδοχή του ιδίου του βασιλέα Ίναχου ή κατά τρίτη εκδοχή του Κορίνθιου Πειρήνα, θείου του ήρωα Βελλεροφόντη. Μητέρα της ήταν η Μελία ή η Λευκάνη. Ήταν ιέρεια της Ήρας και έγινε ερωμένη του Δία.

Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές, η περιπέτειά της άρχισε όταν η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση. Τότε ο Ζευς, για να την προστατεύσει από το μένος της συζύγου του, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Κατά μία εκδοχή η ίδια η Ήρα μεταμόρφωσε την Ιώ σε αγελάδα και το σώμα της είχε τρία χρώματα: λευκό, ρόδινο και μαύρο. Κατά μία εκδοχή το σώμα της άλλαζε χρώμα. Άλλοτε γινόταν λευκό, άλλοτε μαύρο και άλλοτε ρόδινο.

Η Ήρα όμως υποχρέωσε τον Δία να αρνηθεί, με όρκο (αφροδίσιος όρκος), την παράνομη σχέση του και να της παραδώσει την ωραία αγελάδα, πράγμα που εκείνος αναγκάστηκε να κάνει. Η Ήρα εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της αγελάδας στον πανόπτη Άργο, που αγρυπνούσε εναλλάξ με τα 50 από τα 100 μάτια του. Την ημέρα την άφηνε ο Άργος ελεύθερη να βόσκει, τις νύχτες την έδενε σε μια ελιά, που είχε φυτρώσει σε ένα ιερό δάσος στις Μυκήνες, και την επιτηρούσε διαρκώς. Ο Ζευς ανέθεσε στον Ερμή να τερματίσει την κατάσταση και να βοηθήσει τον έρωτά του απελευθερώνοντας την Ιώ. Ο Ερμής αποκοίμισε με τη γοητεία του αυλού όλα τα μάτια του Άργου, και ενώ κοιμόταν τον αποκεφάλισε.

Η Ιώ περιπλανήθηκε ως αγελάδα στην περιοχή γύρω από τις Μυκήνες και κατόπιν πέρασε στην Εύβοια. Η Ήρα όμως δεν παραιτήθηκε από την εκδίκησή της και έστειλε έναν οίστρο (μύγα των βοδιών) για να την βασανίζει.

Τότε η Ιώ καταδιωκόμενη από τον οίστρο άρχισε να περιπλανάται σε όλη την Ελλάδα. Διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, έφθασε στον Προμηθέα που ήταν δεμένος στον Καύκασο, διέτρεξε την ακτή του Ευξείνου Πόντου (που εξαιτίας της μετέβαλε την ονομασία της, από Άξενος Πόντος σε Εύξεινος), διήλθε από τον Βόσπορο (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του (βους+πόρος), και τελικά κατέληξε στην Μέμφιδα της Αιγύπτου όπου απέκτησε ξανά την ανθρώπινη μορφή της και όπου γέννησε τον Έπαφο, τον γιο της από τον Δία, ο οποίος στο μέλλον θα γινόταν γενάρχης της φυλής των Δαναών.

Η Ήρα όμως έβαλε τους Κουρήτες να κλέψουν το μωρό, για να ταλαιπωρήσει ακόμη περισσότερο την Ιώ. Η Ιώ περιπλανήθηκε σε αρκετά μέρη αναζητώντας το γιό της και τελικά τον βρήκε στη Συρία. Η Ιώ όταν πέθανε μετατράπηκε από τον Δία σε αστερισμό. Σύμφωνα με μία εκδοχή πέθανε πολύ νέα.

Ερμηνεία του μύθου

Η Ιώ ήταν θεά και την τιμούσαν ως αγελάδα. Το όνομά της στα αιγυπτιακά σημαίνει αγελάδα και στις διάφορες λατρευτικές τελετές οι ιέρειες χρησιμοποιούσαν προσωπεία αγελάδας. Η Ιώ συνδέεται με τη λατρεία της σελήνης. Το όνομα της Ιώς προέρχεται από κάποια προδωρική διάλεκτο και σημαίνει σελήνη. Ο φύλακας της Ιώς ήταν ο Άργος, που είχε μάτια σε όλο του το σώμα, που συμβόλιζαν τον έναστρο ουρανό. Ο Άργος είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις κινήσεις της Ιώς στον ουράνιο θόλο. Η εναλλαγή στο χρώμα του δέρματος της αγελάδας υποδηλώνει τις φάσεις της σελήνης αλλά και τα διάφορα στάδια στην ηλικία μιας γυναίκας: κόρη, νύμφη, γραία. Οι περιπλανήσεις της Ιώς σε διάφορα μέρη στάθηκε αφορμή, για να ερμηνεύσουν οι αρχαίοι ετυμολογικά διάφορα τοπωνύμια, όπως ο Βόσπορος, το Ιόνιο πέλαγος και οι Μυκήνες.

Ο μύθος της Ιώς εμπλουτίστηκε στα αρχαϊκά χρόνια με γεωγραφικά, εθνογραφικά και ιστορικά στοιχεία. Έτσι, π.χ. οι Δωριείς του Άργους πήγαν μέσω των Κυκλάδων και τα Δωδεκανήσων στην Αίγυπτο και τη Λιβύη. Αυτή η ιστορική πορεία αποτυπώθηκε στις περιπλανήσεις της Ιώς, από την οποία ονομάστηκαν και κάποιες περιοχές (Βόσπορος, Ιόνιο), που συνδέονταν με τη μυκηναϊκή ή δωρική Αργολίδα.

ο μυθοσ του σισυφου

Η τιμωρία του Σίσυφου στον Κάτω Κόσμο

Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος.

Όλα άρχισαν όταν ο θεός Δίας αποπλάνησε την Αίγινα, η οποία ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Παίρνοντας τη μορφή αετού, ο Δίας απήγαγε την Αίγινα και πήγε να κρυφτεί σ’ ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνώριζε και αυτός συμφώνησε, ζητώντας πρώτα για αντάλλαγμα, μια πηγή με νερό που θα ανάβλυζε ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του Ασωπού, για να ποτίζει την ξερή γη της Κορίνθου.

Ο Σίσυφος και ο Ασωπός συμφώνησαν. Ο Δίας όμως γνώριζε τα πάντα και αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σίσυφο για την προδοσία του, στέλνοντάς τον στον Άδη.

Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να ξεγελάσει και να φυλακίσει τον Θάνατο. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές: ο Θάνατος αδυνατούσε να θερίσει τα καθημερινά του θύματα και η Γη άρχισε σταδιακά να γεμίζει, χωρίς να χωρά ο αυξανόμενος πληθυσμός. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο θεός Άδης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.

Ο Σίσυφος όμως, είχε προνοήσει και είχε πει στη γυναίκα του, Μερόπη, να μη θάψει το σώμα του. Έτσι, όταν κατέβηκε στον Άδη, ζήτησε από την θεά Περσεφόνη, σύζυγο του θεού Άδη, τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα της ταφής του. Η Περσεφόνη δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως αυτός δεν επέστρεψε. Έτσι, ήρθε η σειρά του θεού Ερμή να τον κατεβάσει στον Άδη.

Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για την ασεβή του συμπεριφορά. Οι «Κριτές των νεκρών«, του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα ξανακυλούσε κάτω και έπρεπε να την ανεβάσει ξανά. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.

ο μυθοσ τησ ηρουσ και του λεανδρου

Ηρώ και Λέανδρος – William Etty Parting 1827

Η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης η οποία κατοικούσε σε ένα πύργο στη Σηστό, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Ο Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την ερωτεύθηκε, και κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να είναι μαζί της. Η Ηρώ με μόνη βοηθό την πιστή τροφό της, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί, και, όταν έφθανε, τον υποδεχόταν η ίδια στην ακτή. Πριν όμως ξημερώσει ο Λέανδρος επέστρεφε στη Άβυδο προκειμένου να επανέλθει το επόμενο απόγευμα. Συμφώνησαν να παντρευτούν αλλά κράτησαν μυστικό το γάμο τους, γιατί η Ηρώ ως ιέρεια της Αφροδίτης απαγορευόταν να παντρευτεί.

Το χειμώνα οι εραστές χώρισαν με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν στις αρχές της άνοιξης. Παρά ταύτα το επόμενο απόγευμα το λυχνάρι βρέθηκε πάλι αναμμένο. Ο Λέανδρος, όταν το είδε από την Άβυδο, εξέλαβε το φως σαν ερωτική πρόσκληση και έπεσε στη θάλασσα, παρασύρθηκε από τα κύματα και πνίγηκε.

Το πρωί το πτώμα του ξεβράστηκε στη ακτή της Σηστού. Η Ηρώ μέσα στη θλίψη της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε και αυτή. Αργότερα οι εραστές ξεβράστηκαν αγκαλιασμένοι στην ακτή, όπου οι κάτοικοι τους έθαψαν σε κοινό τάφο.

το μαρτυριο του τανταλου

Το μαρτύριο του Ταντάλου – Bernard Picart

Ο Τάνταλος υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα πρόσωπα θείας και αιώνιας καταδίκης στην Ελληνική Μυθολογία, δια του οποίου και στηλιτεύτηκε η αμφισβήτηση προς ό,τι το «Θείο» και «Ιερό».

Συγκεκριμένα ο Τάνταλος φέρονταν ως Βασιλεύς της Φρυγίας με έδρα την Σίπυλο. Ήταν γιος του Δία ή του Τμώλου και της Πλουτώς, πατέρας της Νιόβης του Πέλοπα απο την Διώνη και του Βροτέα. Ο Τάνταλος λοιπόν ως γιος της Πλουτούς (= της αφθονίας) έφθασε να θεωρείται φίλος και ομοτράπεζος των Ολύμπιων Θεών όπου εκ της απληστίας του υπέκλεψε νέκταρ και αμβροσία που μετέφερε στ΄ ανάκτορό του. Παράλληλα δε προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους. Εκείνο όμως που αποτέλεσε το φρικαλέο των πράξεών του ήταν που ήθελε να διαπιστώσει αν οι Ολύμπιοι θεοί θα μπορούσαν να εξαπατηθούν!

Για τον σκοπό αυτό έφθασε στο σημείο να σφάξει τον πρωτότοκο γιο του και να τον προσφέρει σε γεύμα σ΄ αυτούς. Λέγεται πως μόνο η θεά Δήμητρα απορροφημένη στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της Περσεφόνης έφαγε τμήμα από τον βραχίονα του παιδιού, οι δε άλλοι θεοί που αντελήφθησαν το ανόσιο έγκλημα του παιδοκτόνου Ταντάλου, ανάστησαν τον Πέλοπα, αποκατέστησαν τον ακρωτηριασμό του και τιμώρησαν τον πατέρα του σε αιώνια καταδίκη.

Σύμφωνα με τον Όμηρο η επιβληθείσα θεία και αιώνια καταδίκη του ήταν η ακόλουθη: Αφού κεραυνοβολήθηκε από τον πατέρα των θεών Δία (=θανατώθηκε) κατήλθε στον Άδη όπου κατ΄ εντολή των θεών, διατηρουμένων έμβιων αναγκών, τοποθετήθηκε σε λάκκο γεμάτο νερό κάτω ακριβώς από κλώνους δένδρων κατάφορτων με ποικίλους καρπούς (αφθονία). Πεινώντας όμως και διψώντας αφόρητα μόλις άπλωνε το χέρι του να κόψει καρπούς οι κλάδοι ανέρχονταν αμέσως σε μεγάλο ύψος, όταν δε έσκυβε να πιει νερό αυτό εξαφανιζόταν ή απομακρύνονταν από τα πόδια του.

Η θεία και αιώνια αυτή τιμωρία έμεινε περισσότερο γνωστή ως «μαρτύριο του Ταντάλου».

Ο αρχαίος Έλληνας ζωγράφος Πολύγνωτος σε πίνακά του απεικόνισε αυτό το μαρτύριο. Επίσης διασώθηκε η εικόνα του μαρτυρίου αυτού σε γλυπτή σαρκοφάγο που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού στην οποία και συνυπάρχουν τα επίσης μαρτύρια του Σίσυφου και του Ιξίωνα. Τέλος το αυτό μαρτύριο φέρεται σε παράσταση σε αγγείο στο Μουσείο του Μονάχου.

Επίσης, το όνομα του Ταντάλου φέρει ο αστεροειδής 2102 Τάνταλος (2102 Tantalus), που ανακαλύφθηκε το 1975 από τον C. Kowal.

Ακόμη, το χημικό στοιχείο Ταντάλιο με ατομικό αριθμό 73 που ανακαλύφθηκε το 1802 από τον Σουηδό ερευνητή Άντερς Έκεμπεργκ (Anders Ekeberg) πήρε το όνομα του από αυτό το μυθικό πρόσωπο.

οι μυθοι του ναρκισσου

Michelangelo – Νάρκισσος

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πρόσωπα στην Ελληνική Μυθολογία ήταν και ο Νάρκισσος. Ένας ωραίος νέος της Βοιωτίας, γιος της Νύμφης Ουρανίας και του ποταμού Κηφισού χάριν του οποίου και αναπτύχθηκαν πολλές παραδόσεις (μύθοι).

Σημαντικότερες εξ αυτών των παραδόσεων ήταν:

Κάποια μέρα καθισμένος ο ωραίος Νάρκισσος κοντά σε μια πηγή είδε το πρόσωπό του στα νερά της πηγής. Γοητεύτηκε από την εικόνα του που καθρεφτιζόταν στο νερό και θέλησε, βυθίζοντας το βραχίονα του στο νερό να τη αιχμαλωτίσει. Επειδή όμως παρά τις προσπάθειές του δεν το κατόρθωνε παρέμεινε στη θέση αυτή αυτοθαυμαζόμενος μέχρι που μαράζωσε και πέθανε. Στη θέση εκείνη μετά από λίγο φύτρωσε το ομώνυμο άνθος ως σύμβολο της φθοράς και των χθόνιων θεοτήτων.
Ο Νάρκισσος αδιαφορώντας στον προς αυτόν έρωτα, του επίσης ωραίου νέου Αμεινία, κατέστη τελικά ο ηθικός αυτουργός στην αυτοκτονία του δεύτερου. Τότε η Νέμεσις αποφάσισε να τον τιμωρήσει σκληρά με το ίδιο πάθος, υποκινώντας τον, να δει στο νερό της πηγής την εικόνα του (το είδωλό του) και να την ερωτευθεί τόσο ώστε να πεθάνει από τον ανικανοποίητο προς εαυτόν έρωτά του.
Ο Νάρκισσος, μετά το θάνατο της επίσης πανέμορφης δίδυμης αδελφής του Ηχούς, με την οποία και ήταν ερωτευμένος, δεν έβρισκε παρηγοριά στη δυστυχία του εκτός από το να βλέπει τον εαυτόν του στο νερό κάποιας πηγής στις Θεσπιές και να θυμάται την αδελφή του. Μέχρι που πέθανε στη θέση εκείνη από εξάντληση.
Η γνωστότερη όμως και περισσότερο διαδεδομένη παράδοση για τον Νάρκισσο ήταν η παρακάτω που οφείλεται στον Οβίδιο (στο έργο του «Μεταμορφώσεις» ΙΙΙ 342). Σύμφωνα μ’ αυτή ο ωραίος Βοιωτός νέος, απασχολημένος να θαυμάζει την καθ’ όλα άριστη σωματική του διάπλαση από τις όχθες ποταμού, στα νερά αυτού, δεν έδωσε καμία προσοχή ή δεν ανταποκρίθηκε στον εκδηλούμενο έρωτα της Νύμφης Ηχούς η οποία και συνεχώς τον καλούσε. Αποτέλεσμα ήταν η μεν φωνή της Ηχούς να εξασθενεί συνέχεια σε τρόπο ώστε ν’ ακούγονται μόνο οι τελευταίες συλλαβές και να σβήνει, ο δε Νάρκισσος να πεθαίνει αυτοθαυμαζόμενος στο νερό του ποταμού που το χρησιμοποιούσε ως κάτοπτρο.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΟΠΗΣ

Κασσιόπη και Περσέας – Πιέρ Μινιάρ

Κατά την επικρατέστερη παράδοση η Κασσιόπη ήταν σύζυγος του Κηφέα και μητέρα της Ανδρομέδας. Κατά τη μία εκδοχή του μύθου, η Κασσιόπη καυχήθηκε ότι ήταν ομορφότερη από την Ήρα και από τις Νηρηίδες. Κατά την άλλη εκδοχή του μύθου, η Κασσιόπη καυχήθηκε πως η κόρη της Ανδρομέδα ήταν ομορφότερη από την Ήρα και τις Νηρηίδες. Αυτό προκάλεσε την οργή της Ήρας και των Νηρηίδων, που ζήτησαν από τον θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα, να την τιμωρήσει. Τότε ο Ποσειδώνας έστειλε ένα κήτος, ένα φοβερό θαλάσσιο τέρας, που κατέστρεφε τα παράλια της χώρας της Κασσιόπης. Για να εξευμενισθεί ο Ποσειδώνας, το βασιλικό ζεύγος υποχρεώθηκε να δώσει την Ανδρομέδα να τη φάει το τέρας. Τότε εμφανίσθηκε ο Περσέας και τη γλίτωσε. Μετά τον θάνατό της, η Κασσιόπη μεταμορφώθηκε στον αστερισμό, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες του μύθου.

Παντού στην αρχαία Ελλάδα το βασικό σχήμα στον αστερισμό αντιστοιχούσε σε μία γυναίκα καθισμένη πάνω σε ένα θρόνο («Η του θρόνου»).

Ο μύθος της Καρυάς

Αρχαίο αγγείο με την ιστορία της Καρυάς

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Καρυά ή Καρύα ήταν γνωστή μία θυγατέρα του Δίωνα, μυθικού βασιλιά της Λακεδαίμονας, και της Αμφιθέας.

Αδελφές της Καρυάς ήταν η Όρφη και η Λυκώ. Κάποτε το βασιλικό ζεύγος φιλοξένησε τον θεό Απόλλωνα. Ο θεός για ανταμοιβή υποσχέθηκε στην Αμφιθέα ότι θα έδινε στις κόρες της το δώρο της μαντικής υπό τον όρο ότι αυτές δεν θα πρόδιδαν ποτέ τους θεούς και ποτέ δεν θα ζητούσαν να μάθουν πράγματα που δεν τις αφορούσαν. Μετά από χρόνια ο Δίων φιλοξένησε και τον Διόνυσο στο ανάκτορό του. Ο Διόνυσος ερωτεύθηκε την Καρυά και η Καρυά τον Διόνυσο.
Αφού ο θεός τελείωσε το μεγάλο ταξίδι του σε όλη τη Γη, ξαναπέρασε από το παλάτι του Δίωνα, καθώς ο έρωτάς του για την Καρυά ήταν τόσο μεγάλος. Τότε όμως οι κόρες τον παρακολούθησαν για να μάθουν τα μυστικά του. Για τον λόγο αυτό οι θεοί τις μεταμόρφωσαν σε βράχια και την Καρυά σε κάρυον = κουκούτσι, το οποίο από τότε υπάρχει μέσα στους περισσότερους καρπούς. Αλλά ο Διόνυσος στη συνέχεια μετέτρεψε την Καρυά στο δέντρο καρυδιά.

Ο μύθος της Ευρυδίκης και του Ορφέα

Ορφέας και Ευρυδίκη

Η πιο γνωστή ήταν μια γυναίκα – ή νύμφη – με το όνομα Ευρυδίκη, που ήταν σύζυγος του Ορφέα. Ενώ δραπέτευσε από τον Αρισταίο, δαγκώθηκε από ένα φίδι και πέθανε. Αλλόφρων, ο Ορφέας έπαιξε τόσο λυπητερά τραγούδια και τραγούδησε τόσο θρηνητικά, ώστε όλοι οι θεοί και οι νύμφες δάκρυσαν και τον συμβούλευσαν να κατέβει στον κάτω κόσμο.

Ο Ορφέας κατέβηκε στον κάτω κόσμο και με τη μουσική του απάλυνε την καρδιά του Άδη και της Περσεφόνης (το μόνο πρόσωπο που τα κατάφερε ποτέ), οι οποίοι συμφώνησαν να επιτρέψουν στην Ευρυδίκη να επιστρέψει μαζί του στη γη.
Αλλά η συμφωνία που συνόδευε την απόφαση ήταν πως έπρεπε να περπατά μπροστά από αυτή και να μην κοιτάξει πίσω μέχρι να φτάσει στον πάνω κόσμο. Μέσα στην αγωνία του αθέτησε την υπόσχεση και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε πάλι από τη θέασή του.
Η ιστορία με αυτή τη μορφή της ανήκει στην εποχή του Βιργιλίου, ο οποίος πρώτος εισάγει το όνομα του Αρισταίου. Και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, ωστόσο, μιλούν για την επίσκεψη του Ορφέα στον κάτω κόσμο.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι καταχθόνιοι θεοί του «παρουσίασαν μία εμφάνιση» της Ευρυδίκης.
Ο Οβίδιος λέει πως ο θάνατος της Ευρυδίκης δεν προκλήθηκε από τη δραπέτευσή της από τον Αρισταίο, αλλά από τον χορό της με τις Ναϊάδες τη μέρα του γάμου της.

ο μυθοσ του ικαρου και του δαιδαλου

Ίκαρος και Δαίδαλος – Ελληνική Αεροπορία
Δαίδαλος και Ίκαρος. Ρελιέφ στην Villa Albani στην Ρώμη

Σύμφωνα με τη ελληνική μυθολογία ο Ίκαρος ήταν γιος του Δαιδάλου και της Ναυκράτης, η οποία, κατά μια παράδοση, ήταν δούλη του Μίνωος.

Όταν ο Δαίδαλος καταδικάστηκε από τον Άρειο Πάγο επειδή είχε φονεύσει τον τεχνίτη Τάλω, έφυγε στην Κρήτη. Εκεί κατασκεύασε τον Λαβύρινθο για να ζει μέσα ο Μινώταυρος, ο γιος της γυναίκας του Μίνωος Πασιφάης. Μέσα στον Λαβύρινθο φυλάκισε ο Μίνως και τον ίδιο τον Δαίδαλο με τον γιο του Ίκαρο, διότι ο Δαίδαλος είχε βοηθήσει την Πασιφάη να ενωθεί με τον Ταύρο του Ποσειδώνος και να γεννηθεί ο Μινώταυρος. Ο Δαίδαλος με τον Ίκαρο δραπέτευσαν από τον Λαβύρινθο με τη βοήθεια των φτερών που είχε κατασκευάσει και για τους δύο ο Δαίδαλος, χρησιμοποιώντας πούπουλα και κερί. Τα φτερά αυτά τα προσάρτησαν στους ώμους τους και πέταξαν στον ουρανό.

Ο Ίκαρος όμως, γοητευμένος από την πτήση, παράκουσε την εντολή του πατέρα του να μην πετάει πολύ ψηλά για να μη λιώσει από τη ζέστη του ήλιου το κερί των φτερών, ούτε και πολύ χαμηλά για να μην λυθούν τα φτερά από την υγρασία της θάλασσας: πέταξε ψηλά με αποτέλεσμα να λιώσει το κερί και να αποκολληθούν τα φτερά, να πέσει στη θάλασσα και να χάσει τη ζωή του!

Η θαλάσσια περιοχή όπου ο Ίκαρος βρήκε τον θάνατο ονομάστηκε έκτοτε Ικάριο Πέλαγος ή Ικάριος Πόντος. Η περιοχή αυτή βρίσκεται νότια του νησιού που ονομάστηκε Ικαρία. Έτσι διηγείται την ιστορία του Ικάρου ο Απολλόδωρος.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Τιτσιάνο – Η Αρπαγή της Ευρώπης

Σύμφωνα με τον μύθο των Ελλήνων, η Ευρώπη ήταν αδελφή του Κάδμου, ιδρυτή της Θήβας και κόρη του Αγήνορα και της Τηλεφάσσας, ηγεμόνων της Φοινίκης.

Όταν μεγάλωσε, μια μέρα πήγε στα λιβάδια, για να παίξει με τις φίλες της και να μαζέψει λουλούδια. Εκεί συνάντησε τον θεό Δία. Εκείνον αμέσως τον χτύπησε ο Έρωτας και για να την πλησιάσει μεταμορφώθηκε σε ήρεμο, εύσωμο και δυνατό ταύρο και πήγε δίπλα της κάνοντας δήθεν ότι βόσκει, σκεπτόμενος με τι τρόπο θα την κατακτούσε. Εκείνη τότε πλησίασε τον ταύρο – Δία και άρχισε να τον χαϊδεύει γοητευμένη από την ωραία κορμοστασιά του και τη μυϊκή του δύναμη.

Σε λίγο δε δίστασε και να τον ιππεύσει. Τότε αυτός άρχισε να τρέχει με αστραπιαία ταχύτητα. Η Ευρώπη έκλαιγε, μα δεν μπορούσε να πηδήσει, γιατί φοβόταν μη σκοτωθεί.
Ο μεταμορφωμένος σε ταύρο θεός διέσχισε τη θάλασσα συνοδευόμενος από Τρίτωνες και Νηρηίδες και έφτασε στην Κρήτη. Όταν αποβιβάστηκε στο νησί, ο μεταμφιεσμένος ταύρος δεν φαινόταν πια, αλλά ο Δίας πήρε από το χέρι την Ευρώπη και την οδήγησε στο Δικταίον άντρο. Καρπός των ερωτικών ενώσεων του Δία και της Ευρώπης στην Κρήτη ήταν ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας. Αργότερα, όταν ο Δίας εγκατέλειψε την Ευρώπη και πήγε στον Όλυμπο, η Ευρώπη πήρε για δεύτερο σύζυγό της το βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, που υιοθέτησε και τα παιδιά που είχε αποκτήσει αυτή από το Δία. Μετά το θάνατο του βασιλιά Αστέριου, το θρόνο της Κρήτης πήρε ο μεγαλύτερος από τους θετούς γιους του, ο Μίνωας, ο οποίος έγινε ο πρώτος Έλληνας θαλασσοκράτορας και νομοθέτης.

Ο μύθος της Αργοναυτικής Εκστρατείας

Ο Ιάσονας δίνει το χρυσόμαλλο δέρας στον Πελεία.

Με το όνομα Αργοναυτική εκστρατεία φέρεται, στην Ελληνική Μυθολογία, η εκστρατεία του Ιάσονα και του πληρώματος του από την Ιωλκό στην Κολχίδα του Εύξεινου Πόντου για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας, η οποία και εκφράζει αλληγορικά τη δεύτερη ιστορική μεγάλη αποίκηση των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο. Η εκστρατεία αυτή πήρε το όνομά της από το πλοίο του Ιάσονα, την Αργώ, η οποία με τη σειρά της ονομάστηκε έτσι λόγω του κατασκευαστή της, Άργου.

Για την εκστρατεία αυτή έγραψε ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στο βιβλίο του «Αργοναυτικά».
Το χρυσόμαλλο δέρας το χρειαζόταν ο Ιάσονας για να κερδίσει το θρόνο του που του είχε υφαρπάξει ο αδελφός του πατέρα του, ο Πελίας.

Ο μυθοσ του ιξιωνα

Giovanni Battista Langetti – Το βασανιστήριο του Ιξίωνα

Πρίν δούμε τον μύθο, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ιξίωνας είναι κεντρικός χαρακτήρας στην τριλογία μας «Το βουνό των Κενταύρων». Πολλά από αυτά που αναφέρονται παρακάτω συμπεριλαμβάνονται στο Α’ Βιβλίο «Μαίανδρος», όμως αν επιθυμείτε να μάθετε τον ρόλο του Ιξίωνα και το τι έπεται στην ιστορία των βιβλίων μας, δεν έχετε παρά να τα αποκτήσετε και να τα διαβάσετε.

Πάμε να δούμε τώρα τον μύθο του Ιξίωνα!

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Ιξίων (Ιξίωνας) ήταν ένας από τους Λαπίθες, βασιλιάς της Θεσσαλίας (με έδρα πιθανόν την Ιωλκό) και γιος του Φλεγύα. Γιος του ήταν ο Πειρίθους. Έλαβε ως σύζυγο τη Δία, θυγατέρα του Δηιονέα ή Δηίονα, υιού του Αιόλου, βασιλέα της Φωκίδας. Υποσχέθηκε στον πεθερό του ένα πολύτιμο δώρο, αθέτησε όμως την υπόσχεσή του. Ο Δηϊονεύς σε αντίποινα έκλεψε μερικά από τα άλογα του Ιξίωνα. Ο τελευταίος απέκρυψε την οργή του και προσκάλεσε τον πεθερό του σε εορταστικό γεύμα στη Λάρισα. Μόλις έφτασε ο Δηϊονέας, ο Ιξίωνας τον δολοφόνησε, σπρώχνοντάς τον στην πυρά. Με τη φρικτή αυτή πράξη, ο Ιξίωνας παραβίασε τον ιερό για τους Έλληνες νόμο της φιλοξενίας, προστάτης του οποίου ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Οι γειτονικοί άρχοντες, προσβεβλημένοι, αρνήθηκαν να του προσφέρουν άσυλο ή να εκτελέσουν τα τελετουργικά που θα του επέτρεπαν να αποκαθαρθεί από την ενοχή του. Έκτοτε, ο Ιξίωνας κηρύχθηκε εκτός νόμου, έζησε ως απόβλητος και τον απέφευγαν οι πάντες. Σκοτώνοντας τον πεθερό του, έγινε ο πρώτος άνθρωπος στην Ελληνική μυθολογία που σκότωνε συγγενή του. Η τιμωρία που επέσειε κάτι τέτοιο ήταν τρομερή.

Κάποτε, ο Ιξίωνας, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, κατέφυγε ικέτης σε ναό του Δία. Εκείνος συμπόνεσε τον Ιξίωνα, τον συγχώρεσε και μάλιστα τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον κάθισε στο τραπέζι των θεών. Δείχνοντας αγνωμοσύνη, ο Ιξίωνας πόθησε τη θεά Ήρα, σύζυγο του Δία. Ο Δίας το αντιλήφθηκε και, για να δει μέχρι ποιου σημείου έφτανε η αγνωμοσύνη του Ιξίωνα, έδωσε τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη (σύννεφο – θεότητα) και ξεγέλασε τον Ιξίωνα ώστε να ζευγαρώσει μαζί της. Από την ένωση αυτή προήλθε το γένος των Κενταύρων (εξ ου και η ονομασία Ιξιονίδες).

Ο Ιξίωνας τότε κεραυνοβολήθηκε και αποβλήθηκε από τον Όλυμπο. Ο Δίας διέταξε τον Ερμή να δέσει τον Ιξίωνα με φίδια σ’ έναν φλεγόμενο τροχό. Έτσι δεμένος, ο Ιξίωνας περιφέρεται αιώνια στον Τάρταρο.

Ο μύθος της γοργόνης

Γοργόνη σε αγγείο – Παρίσι

Η Γοργόνη ήταν μυθικό πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας.

Σύμφωνα με την μυθολογία της αρχαίας Αττικής, όταν οι Γίγαντες πολεμούσαν τους θεούς του Ολύμπου κατά την περίοδο της Γιγαντομαχίας στην περιοχή Φλέγρα (ή Φλεγραίο πεδίο) της Αττικής, η Γαία γέννησε τη Γοργόνη, ώστε να βοηθήσει τους γιους της τους Γίγαντες.

Αλλά η θεά Αθηνά βλέποντας τα τεκτενόμενα, προσέτρεξε και με το δόρυ της φόνευσε τη Γοργόνη. Αργότερα έλαβε ως τρόπαιο και χρησιμοποίησε το δέρμα της για να φτιάξει την ασπίδα (αιγίδα) της, ενώ έδωσε στον πρόγονο των αρχαίων Αθηναίων Ερεχθέα σταγόνες από αίμα της, οι οποίες σύμφωνα με την μυθολογία ήταν ταυτόχρονα θανατηφόρες αλλά και ιαματικές.

Η θεά Αθηνά έφερε τα προσωνύμια «Γοργοφόνη» (Ευριπ. «Ίων» 1478) και «Γοργολόφος» (Αριστοφ. «Ιππ.» 1180) επειδή έφερε στο κράνος της τη κεφαλή της Γοργόνης.

Η Γοργόνη ως μυθικό πρόσωπο αποτελούσε την ιδεατή αντίληψη της βεβιασμένης σκέψης, που είναι πάντα επικίνδυνη ως προς το θεμιτό ή αθέμιτο αποτέλεσμα. Αναφέρεται ότι η θεά Αθηνά χρησιμοποίησε την ασπίδα της εκτός της άμυνάς της και για προφυλαχθεί από τις δικές της βεβιασμένες σκέψεις της.

η λερναια υδρα

Gustave Moreau – Ο Ηρακλής ετοιμάζεται να μονομαχήσει με την Λερναία Ύδρα

Η Λερναία Ύδρα ήταν αθάνατη. Ο μύθος λέει πως ήταν παιδί του Τυφώνα και της Έχιδνας. Ζούσε στην περιοχή Λέρνη – βαλτότοπος που βρίσκεται νότια του Άργους – απ’ όπου πήρε και το όνομά της.
Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, έβγαιναν δύο. Μόνο καίγοντας την πληγή με φωτιά κατάφερε να σταματήσει τον πολλαπλασιασμό και αυτό το κατάφερε με την βοήθεια του ανιψιού του Ιόλαου. Το τελευταίο κεφάλι, που ήταν και το κεντρικό κι αθάνατο, το έκοψε και το έθαψε στη γη για να μην ξαναζωντανέψει. Από το αίμα της ο Ηρακλής έκανε τα βέλη του δηλητηριώδη. Από το δηλητήριο αυτό δεν γλύτωσε ούτε και ο Κένταυρος Νέσσος. Πριν τον θάνατό του, τα χάρισε στον Φιλοκτήτη.

η αρπαγη τησ περσεφονησ

Η αρπαγή της Περσεφόνης- Ψηφιδωτό, Τύμβος Καστά, Αμφίπολη

Ο Άδης την απήγαγε, γνωρίζοντας πως δεν θα επέλεγε μια ζωή στο σκοτάδι. Μαζί του γέννησε τον Ζαγρέα, τον Ευβουλέα και τον Σαβάζιο. Ο Πλούτωνας την πήρε στον κάτω κόσμο για την ομορφιά της. Η Θεά Δήμητρα όμως τη ζήτησε πίσω. Ο Άδης συμφώνησε να ανεβαίνει η Περσεφόνη έξι μήνες στον πάνω κόσμο και να κατεβαίνει τους επόμενους έξι στον κάτω. Έτσι τους μήνες που η Περσεφόνη είναι στον πάνω κόσμο η Θεά Δήμητρα χαιρόταν και υπήρχε καλοκαιρία, ενώ τους άλλους κακοκαιρία.

Ο μύθος της αρπαγής πρωτοεμφανίζεται στην Θεογονία του Ησιόδου. Ο Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα είναι η σημαντικότερη πηγή μας: περιγράφει πως συνέβη η αρπαγή στο Νύσιον πεδίον, όταν η Κόρη μάζευε άνθη σε ένα λιβάδι με συντροφιά παρθένων, των Ωκεανιδών νυμφών, της Αθηνάς και της Άρτεμης. Και ενώ μάζευε ένα νάρκισσο, άνοιξε η γη, ξεπήδησε ο Άδης με το άρμα του και την άρπαξε. Οι κραυγές για βοήθεια δεν ακούστηκαν από κανένα, εκτός από την Εκάτη και τον Ήλιο. Ο Δίας ήταν μακριά.

Ο ΜΎΘΟΣ ΤΩΝ ΑΛΚΥΟΝΙΔΩΝ

Herbert James Draper – Αλκυόνη (1915)

Η Αλκυόνη και ο Κήυκας ζούσανε πολύ ευτυχισμένοι στην Τραχίδα, της οποίας ο Κήυκας ήταν βασιλιάς. Κάποιες φορές αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον Δία και Ήρα. Αυτό εξόργισε το Δία, και ενώ ο Κήυκας ήταν στη θάλασσα (πηγαίνοντας να συμβουλευτεί ένα μαντείο, σύμφωνα με τη διήγηση του Οβίδιου), έριξε κεραυνό στο καράβι του. Λίγο μετά ο Μορφέας μεταμορφωμένος ως Κήυκας εμφανίστηκε στην Αλκυόνη για να της διηγηθεί τη μοίρα του συζύγου της, και εκείνη ρίχτηκε στη θάλασσα από τη θλίψη της, όπου αντίκρισε το νεκρό σώμα του Κήυκα. Από συμπόνια οι θεοί τους μεταμόρφωσαν στα πουλιά αλκυόνες.

Ως πουλιά με λαμπερά φτερά πια, το ζευγάρι εξακολούθησε να ζει δίπλα στην ακτή, και να γεννά τα αυγά του μέσα στη βαρυχειμωνιά. Η μανιασμένη θάλασσα όμως κατέστρεφε τα αυγά τους, κι έτσι σε μια τελευταία ένδειξη συμπόνιας, ο Δίας αποφάσισε να φέρνει κάθε χρόνο, μέσα στον χειμώνα, λίγες ημέρες ήλιου και καλοκαιρίας για να μπορέσει η αλκυόνα να κλωσήσει τα αυγά της. Για αυτόν τον λόγο λοιπόν ονομάζονται Αλκυονίδες ημέρες.

Πηγή: wikipedia

ο μυθοσ τησ δρυοπησ

Ovid’s Metamorphosis –
Η Δρυόπη μεταμορφώνεται σε δέντρο

Στην ελληνική μυθολογία η Δρυόπη ήταν κόρη του βασιλιά Δρύοπα, που φύλαγε τα κοπάδια του πατέρα της κοντά στο όρος Οίτη. Οι Αμαδρυάδες την προσέλκυσαν στις συντροφιές τους και της δίδαξαν τους χορούς και τα τραγούδια που άρεσαν στους θεούς. Σε αυτό το περιβάλλον την είδε ο θεός Απόλλων και την ερωτεύθηκε. Για να την πλησιάσει, μεταμορφώθηκε σε χελώνα. Οι κόρες διασκέδασαν με το ζώο και τελικώς η Δρυόπη το μετέφερε στο ανάκτορο του Δρύοπα. Σε κατάλληλη ευκαιρία ο Απόλλων μεταμορφώθηκε από χελώνα σε φίδι και ενώθηκε με τη Δρυόπη, η οποία κατατρομαγμένη δεν είπε λέξη στους γονείς της. Παντρεύτηκε όσο πιο γρήγορα γινόταν τον Ανδραίμονα, γιο του Οξύλου. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Άμφισσος, που ίδρυσε την ομώνυμη πόλη.

Μια μέρα πολλά χρόνια μετά, όταν η Δρυόπη πήγε να θυσιάσει στις Αμαδρυάδες κοντά σε ένα ναό του Απόλλωνα που είχε ιδρύσει ο γιος της, εκείνες από εξαιρετική εύνοια και φιλία τη σήκωσαν στα πέπλα τους και την πήραν για πάντα μαζί τους. Εκεί όπου έγινε αυτό υψώθηκε μία τεράστια λεύκα και μια πηγή ξεπήδησε από το έδαφος.

Ο Οβίδιος αναφέρει μία παραλλαγή, κατά την οποία η Δρυόπη, όταν ακόμα ο Άμφισσος ήταν μικρό παιδί, πήγε στο βουνό κοντά σε μία λίμνη με κρυστάλλινο νερό. Επιθυμούσε να θυσιάσει στις Νύμφες, αλλά είδε ένα δέντρο με υπέροχα άνθη, από τα οποία έκοψε μερικά για να τα δώσει στον Άμφισσο. Δεν γνώριζε ότι το δέντρο αυτό ήταν η μεταμόρφωση της Λοτίδας. Γι’ αυτό είδε αμέσως να τρέχει αίμα από τα κλαδιά του δέντρου. Η Λοτίδα από τον θυμό της μεταμόρφωσε τη Δρυόπη σε ένα δένδρο όμοιο με τον εαυτό της. Το περιστατικό αυτό το είδαν από μακριά μερικά κορίτσια και είχαν την απερισκεψία να το διηγηθούν: Μεταμορφώθηκαν και αυτά σε πεύκα.

Ο μύθος του Κέρβερου

Ο Κέρβερος, ο Ηρακλής και ο Ευρυσθέας – Μουσείο του Λούβρου

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Κέρβερος αντιπροσωπεύει τον φύλακα του Άδη και έχει συνήθως την μορφή ενός σκύλου συνηθέστερα με τρία κεφάλια και με ουρά που απόληγε σε κεφαλή δράκου. Στη Θεογονία αναφέρεται «Κέρβερος ωμηστής Αΐδεω κύων χαλκεόφωνος πεντηκοντακέφαλος», (= Κέρβερος άγριος σκύλος του Άδη, με ηχηρή φωνή και 50 κεφάλια), ενώ ο Όμηρος γνωρίζει μεν τον σκύλο αυτό αλλά όχι το όνομά του. Σύμφωνα με τον Αισχύλο, γεννήθηκε από την ένωση δυο τεράτων, του Τυφώνα και της Έχιδνας και ήταν αδελφός του Όρθρου (παραπλήσιου μυθικού άγριου σκύλου), της Χίμαιρας καθώς και της Λερναίας Ύδρας. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, αδελφός του ήταν και ο αετός που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα. Η παρουσία του εξασφαλίζει την παραμονή των νεκρών στον Κάτω Κόσμο αλλά και την αδυναμία των ζωντανών να εισέλθουν σε αυτόν.

Οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν συχνά τον Κέρβερο με διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν εκδοχές που τον εμφανίζουν ως ένα συνηθισμένο σκύλο, αλλά και με πόδια λιονταριού, ουρά ερπετού ή φίδια σε όλο του το σώμα.

Χαρακτηριστικές αναφορές στον Κέρβερο υπάρχουν:

Στους άθλους του Ηρακλή: πρόκειται για τον δωδέκατο άθλο, κατά τον οποίο ο Ηρακλής, χρησιμοποιώντας μόνο τη δύναμη των χεριών του, αιχμαλώτισε και μετέφερε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, ο οποίος όμως από τον φόβο του τον έστειλε πίσω στον Άδη.
Στη Ρωμαϊκή μυθολογία και τον μύθο του ήρωα Αινεία.

Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, στον τρίτο κύκλο της Κόλασης (ωδή στ΄).
Επίσης εκτός από τον Ηρακλή τον Κέρβερο επεχείρησαν να συλλάβουν και να απαγάγουν ο Πειρίθους και ο Θησέας που όμως απέτυχαν. Μόνο ο Ορφέας κατάφερε με τους ήχους της μαγικής λύρας του να τον εξημερώσει έτσι ώστε να τον αφήσει να παραλάβει την Ευρυδίκη από τον Άδη.